- ευχρηστώ
- (ΑΜ εὐχρηστῶ, -έω) [εύχρηστος]νεοελλ.-μσν.(συνήθως για λέξεις και φραστικούς ή γραμματικούς τύπους) είμαι σε συνήθη χρήση, απαντώ συχνά, είμαι εύχρηστος, είμαι δόκιμοςαρχ.1. είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος2. δανείζω, προκαταβάλλω3. (για πρόσ.) είμαι χρηστός πολίτης, είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος στην πολιτεία4. παθ. εὐχρηστοῡμαι, -έομαιλαμβάνω ωφέλεια, ευεργετούμαι από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.